- ἀμφιβόλους
- ἀμφίβολοςput roundmasc/fem acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
невѣрьныи — (227) пр. 1. Недостоверный, сомнительный; ошибочный: и се не акы невѣрьно. нъ а||кы извѣсто паче полагаю Изб 1076, 247–247 об.; понѥже съподоби братъ и съслѹжьникъ нашь алупии невѣрьномъ быти канономъ. (ἀμφιβόλους) КЕ XII, 110б; си˫а же не все по … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
αμφιβολίτης — ο (Πετρογρ.) μεταμορφωμένο πέτρωμα που αποτελείται από αμφιβόλους* και αστρίους*. [ΕΤΥΜΟΛ. Ελληνογενές < αμφίβολος (< επίθ. αμφίβολος) + κατάλ. ίτης, πρβλ. αγγλ. αmphibolite] … Dictionary of Greek
διορίτης — Εκρηξιγενές πέτρωμα διείσδυσης, που αποτελείται κυρίως από ασβεστονατριούχους αστρίους (πλαγιόκλαστα), αμφιβόλους (κροστίλβη), βιοτίτη και συχνά αυγίτη (πυρόξενος). Η παρουσία χαλαζία στα διοριτικά πετρώματα διακρίνει τους δ. σε χαλαζιακούς και… … Dictionary of Greek
εξαπλώνω — και ξαπλώνω (AM ἐξαπλῶ, όω) [απλώνω] 1. απλώνω, τεντώνω σ όλη την έκταση, ξετυλίγω «οὐρανὸν ὡς δέρριν ἐξήπλωσε», Λουκάς) 2. (ειδ.) τεντώνω τα χέρια («τὰ χέρια της ἐξήπλωσεν στὸν τράχηλον τοῡ νέου») 3. παθ. κατακλίνομαι, ξαπλώνω, πλαγιάζω («εἰς… … Dictionary of Greek
επαμφιβάλλω — ἐπαμφιβάλλω (Α) 1. μεταχειρίζομαι αμφίβολους όρους 2. αμφιβάλλω … Dictionary of Greek
κλινοαμφίβολοι — οι (ορυκτ.) ομάδα ορυκτών που ανήκει στους αμφιβόλους. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. clinoamphiboles < clin(o) (πρβλ. κλιν[ο] < κλίνω) + amphiboles (< αμφίβολοι)] … Dictionary of Greek
πυρίτιο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Si· ανήκει στην πρώτη υποομάδα της τέταρτης ομάδας του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, έχει ατομικό αριθμό 14, ατομικό βάρος 28,06, τρία φυσικά σταθερά ισότοπα και δύο τεχνητά και ραδιενεργά. Πολύ διαδεδομένο στη… … Dictionary of Greek
τάλκης — Πυριτικό ορυκτό του μαγνησίου, με χημικό τύπο Mg3(OH)2Si4O10. Κρυσταλλώνεται στο μονοκλινές σύστημα και δεν βρίσκεται σχεδόν ποτέ σε μεμονωμένους κρυστάλλους, αλλά σε αρκετά συμπαγή συσσωματώματα. Έχει μεταξώδη λάμψη και λευκό, γκρι ή πρασινωπό… … Dictionary of Greek
θεράλιθος — Εκρηξιγενές κοκκώδες πέτρωμα που αποτελείται κυρίως από ασβεστονατριούχους άστριους, λαμπραδορίτη, βασαλτικό αυγίτη, νεφελίνη και συχνά αμφιβόλους με νάτριο, βιοτίτη και ολιβίνη. Φλέβες του θ. βρίσκονται στα κρητιδικά στρώματα των Πυρηναίων, στη… … Dictionary of Greek
πετρώματα — Στον όρο αυτό περιλαμβάνονται όλες οι ορυκτολογικές συγκεντρώσεις, που αποτελούν βασικά τμήματα της λιθόσφαιρας (γήινος φλοιός)· τα π. έχουν σχηματιστεί γενικά από τη συνένωση δύο ή περισσότερων διαφορετικών ορυκτών· υπάρχουν βέβαια και… … Dictionary of Greek